ἐκτρεπόμενος

ἐκτρεπόμενος
ἐκτρέπω
turn out of the course
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοξοδρομώ — έω και άω 1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία 2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο 3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”